- ζουλάπι
- ζουλάπι, το και ζλάπι, το-ιού (λ. ρουμ.)1. άγριο ζώο, κυρίως η αλεπού και ο λύκος: Τα σταφύλια τα έφαγε το ζουλάπι.2. άνθρωπος πονηρός και κακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.